Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Πυροβολώντας τη γενιά του πολυτεχνείου … δε γινόμαστε καλύτεροι … απλά κρύβουμε τις δικές μας αδυναμίες


του Αντώνη Κάργα

Έχει γίνει μόδα, κάθε νεολαίος που σέβεται πολιτικά τον εαυτό του να έχει γράψει κάποιο επικριτικό σχόλιο ή να έχει κατηγορήσει ευθέως τη γενιά του πολυτεχνείου για τη σημερινή κατάσταση της χώρας. Αυτή η γενιά εξάλλου ευαγγελίστηκε την αλλαγή, διαχειρίστηκε τις τύχες της χώρας μετά τη μεταπολίτευση και διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του σημερινού νεοελληνικού κράτους. Στη λογική αυτή, υπάρχουν δύο σημαντικές αντιρρήσεις: α) αυτή της συλλογικής ευθύνης και β) αυτή της αμεροληψίας των «κατηγόρων».

Η πρώτη αντίρρηση σχετίζεται με το πώς είναι δυνατόν να κατηγορούμε μία ολόκληρη γενιά για τα πεπραγμένα των τελευταίων 30 χρόνων. Ακόμα και στην περίπτωση της Ναζιστικής Γερμανίας, για εγκλήματα πολέμου δικάστηκαν οι διοικούντες και όχι το σύνολο του έθνους. Η γενιά του πολυτεχνείου βίωσε ενσυνείδητα την ανάγκη για αλλαγή και μέσα από τη μουσική, τα κείμενα, την πολιτικοποίηση και φυσικά, τις δράσεις της έδωσε το δικό της αγώνα για την πραγματώσει. Τα αποτελέσματα της προσπάθειας αυτής, τα παρέδωσε σε πολιτικούς εκφραστές, οι οποίοι και ανέλαβαν το έργο της υλοποίησης. Και ενώ το όραμα υπήρχε … οι θεματοφύλακές του το ευτέλισαν. 

Μπορούμε να κατηγορήσουμε λοιπόν τη γενιά του πολυτεχνείου για την ανοχή που έδειξε στους πολιτικούς εκφραστές της, αλλά δε μπορούμε να την κατηγορήσουμε για το «σήμερα», τουλάχιστον όχι περισσότερο από όσο μπορούμε να κατηγορήσουμε τους ίδιους μάς τους εαυτούς. Εξάλλου, κανείς από τους σημερινούς «κατηγόρους» δεν της εναντιώθηκε συστηματικά πριν 15, 10 ή 5 χρόνια, όταν οι κοινωνικοοικονομικές συγκυρίες ήταν ευοίωνες, αλλά μόνο μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Βλέπεις … ¨η νίκη έχει πολλούς πατέρες, ενώ η ήττα είναι ορφανή¨ (Τσιάνο Τζ.).

Η δεύτερη αντίρρηση σχετίζεται με την αμεροληψία των «κατηγόρων» του σημερινού συστήματος, που κατά βάση είναι γόνοι μεγαλοαστικών οικογενειών, «διάδοχοι» πολιτικών τζακιών και παιδιά του κομματικού σωλήνα. Όλοι αυτοί ανδρώθηκαν ως μέλη του λεγόμενου «συστήματος». Μπορεί  να μην το διάλεξαν, αλλά σίγουρα το δέχτηκαν ή το ανέχτηκαν … όπως ακριβώς έπραξε και η «σιωπηλή πλειοψηφία» της γενιάς του πολυτεχνείου.

Οι κατήγοροι αυτοί, πατώντας πάνω στην γενιά του πολυτεχνείου, έλαβαν πλήρη ακαδημαϊκή μόρφωση, δούλεψαν στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα μέσω «οικογενειακών / πολιτικών γνωριμιών» αποκτώντας εργασιακή εμπειρία, «πριμοδοτήθηκαν» να συμμετάσχουν σε δράσεις (κοινωνικού, πολιτικού ή επιμορφωτικού χαρακτήρα) που απαιτούσαν διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο, στελέχωσαν κόμματα, διαμόρφωσαν κλειστά συστήματα επικοινωνίας και διαμόρφωσης εξελίξεων.

Έρχονται τώρα να κατηγορήσουν τη γενιά του πολυτεχνείου που τους ευεργέτησε, βαρύνοντάς τη συνολικά για τα σημερινά δεινά της χώρας. Δεν κάνουν αυτοκριτική, δε δείχνουν να αναγνωρίζουν ούτε να μαθαίνουν από τα λάθη των προηγούμενων γενιών. Ζητούν όμως με κάθε τρόπο την αποχώρηση της γενιάς του πολυτεχνείου από το τιμόνι της χώρας. Τόπο στα νιάτα κραυγάζουν, χωρίς να οριοθετούν τις αρχές και τα ιδανικά τους, ούτε την κοινωνία που οραματίζονται. Καταγγέλλουν το «σύστημα», αλλά δεν παύουν να το υπηρετούν ή να το ανέχονται στην καθημερινότητά τους ... αφού αυτό θα ήταν μεγάλο ρίσκο. Προτιμούν να αγνοούν πως … ¨νίκη χωρίς κίνδυνο είναι θρίαμβος χωρίς δόξα¨ (Τσέστερφιλντ)Αξιώνουν την αποχώρηση των «προηγούμενων» ελπίζοντας να τους δοθεί η διαχείριση του μέλλοντος ως «δώρο». Τα παιδιά του «κομματικού σωλήνα» δε θέλουν να αγωνιστούν, ούτε να πείσουν πως αξίζουν να διαχειριστούν το μέλλον του τόπου. Θέλουν να τους χαριστεί αυτό, ως αναγνώριση της αποτυχίας των άλλων. Αξιώνουν να τους «ζητηθεί» η συμμετοχή τους στη δημόσια και κοινωνική διοίκηση. Εξ’ ου και δεν αποποιούνται την οικογενειακή ή πολιτική τους κληρονομιά, αποφασισμένοι να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα.

Η σιωπηλή πλειοψηφία της γενιάς της μεταπολίτευσης προδόθηκε από τους θεματοφύλακες των αρχών της. Σε αυτούς που εκχώρησαν τα οράματα της γενιάς τους, δεν χωρεί συγχώρεση. Η αποχώρησή τους από το προσκήνιο δεν πρέπει όμως να σηματοδοτήσει τον ερχομό των «κλώνων» που οι επαγγελματίες της πολιτικής δημιούργησαν. Ο εκφυλισμός και η από – ιδεολογικοποίηση των παιδιών του κομματικού σωλήνα δεν υπήρξε αποτέλεσμα της φαυλότητας που η διαχείριση της εξουσίας προκαλεί, αλλά συνεπακόλουθο της εκπαίδευσής τους ως εκκολαπτόμενα μέλη του διαφθαρμένου πολιτικό – οικονομικού συστήματος. Εξ’ ου και τα επιτεύγματά τους δεν έχουν κοινωνική βάση … αλλά χαρακτηρίζονται από ατομικές πράξεις «πλουτισμού» και κομματικούς «τίτλους ευγενείας».

Η σιωπηλή πλειοψηφία καλείται αυτή τη φορά να αναγνωρίσει τα λάθη της και να αποκτήσει τη δική της φωνή, γιατί όταν η παρατεταμένη σιωπή αφήνει τα ψεύδη να ηχούν αληθινά. Για να πραγματοποιηθεί αυτό απαιτείται η ύπαρξη συνοχής. Μίας συνοχής που δε θα βασίζεται σε ιδεοληψίες και στη προσωπολατρία, αλλά μία συνοχή χτισμένη πάνω σε αναγεννημένες ηθικές αρχές και εθνικές αξίες. Αν ¨εθνικό είναι ό,τι αληθινό¨ (Σολωμός Δ.) για τη δική μας γενιά εθνικό πρέπει να είναι καθετί ηθικό και η ηθική πρέπει να στηρίζεται στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη.

Η αλήθεια πρέπει να λέγεται, όσο σκληρή και αν είναι. Η δικαιοσύνη οφείλει να είναι κοινωνικά ευαίσθητη αλλά παράλληλα ποινικά σκληρή. Η πίστη στις αρχές αυτές θα επιτρέψει τον επαναπροσδιορισμό της κοινωνικής συνοχής. Το κράτος δε γίνεται να αποτελεί ξένο ως προς την κοινωνία «σώμα», αλλά να είναι ο υπερασπιστής των θεμελιωδών δικαιωμάτων της. Η δική μας γενιά πρέπει να διαμορφώσει ένα νέο εθνικό συμβόλαιο δέσμευσης που σκοπό θα έχει να γιατρεύει τις τρεις ιερές «πείνες»:
  • Την φυσική πείνα που η φτώχια και η ανέχεια φέρνει
  • Την πείνα για παίδευση που η πνευματική εξαθλίωση επιβάλλει
  • Την πείνα για εργασία και κοινωνικοποίηση που οι σύγχρονες δουλείες απαιτούν
Η γενιά μας πρέπει να αποφασίσει αν είναι φτιαγμένη για να κυνηγήσει το «κέρδος ή τον σκοπό» … ή ορθότερα να ιεραρχήσει ποιο από τα δύο πρέπει να αποτελέσει πρώτη προτεραιότητα στις εποχές που ζούμε. Νιώθουμε μόνοι, αλλά δεν είμαστε. Κοιτάζουμε δεξιά, κοιτάζουμε και αριστερά ψάχνοντας ελπίδα, αλλά δεν τη βλέπουμε πουθενά … γιατί ψάχνουμε το δέντρο και έχουμε χάσει το δάσος. Αν κοιτάξουμε με βλέμμα καθαρό, θα δούμε και δεξιά και αριστερά μας, φίλους, συναδέλφους και συνανθρώπους, στην ίδια ή και σε χειρότερη κατάσταση από εμάς. Μένει κάποιος να απλώσει πρώτος το χέρι … είτε αυτός που χρειάζεται βοήθεια, είτε αυτός που έχει το σθένος να την προσφέρει. 

Μπορείς να κρυφτείς πίσω από τη δουλειά, τις υποχρεώσεις ή την κούραση. Μπορείς να περιοριστείς στην οικογένεια, στην παρέα και στους φίλους σου. Μπορείς να απαξιώσεις ότι σχετίζεται με τα κοινά και την κοινωνία. Μπορείς να αγνοήσεις τα προβλήματα που δεν σε αγγίζουν άμεσα. Όλα αυτά μπορείς να τα κάνεις … μέχρι ότου η μιζέρια, η φτώχια και η εθνική κατάθλιψη να φτάσουν και σε εσένα. Και πάλι μπορεί να το σκάσεις, να φύγεις στο εξωτερικό και να αναζητήσεις μία καλύτερη τύχη. Και θα περάσεις μία ζωή να αναρωτιέσαι τι θα είχε γίνει αν …
  • αν είχες αποφασίσει να μείνεις και να παλέψεις με ότι μικρό ή μεγάλο είχες να δώσεις.
  • αν είχες αντισταθεί με σκέψεις ελεύθερες, με λόγια ειλικρινή και με πράξεις κοινωνικές.  
  • αν είχες επιδιώξει να σταθείς απέναντι στα κακώς κείμενα, στις στρεβλές νοοτροπίες και στο σαθρό πολιτικό σύστημα.
Όσοι συνειδητά αποφασίσουν να μείνουν, έχουν να αντιμετωπίσουν πρώτα τους δικούς τους φόβους, αφού το ¨να νικάς τον ίδιο σου τον εαυτό είναι η πρώτη και η καλύτερη από όλες τις νίκες¨ (Πλάτων).Όσοι συνειδητά αποφασίσουν να αντισταθούν στα σημεία των καιρών, θα έρθει κάποια στιγμή που θα προδοθούν, θα απογοητευτούν, θα λοιδορηθούν … αλλά τουλάχιστον δε θα είναι ποτέ ξανά μόνοι … ούτε θα γίνουν ίδιοι με τη «γενιά του πολυτεχνείου» … και αυτή που σιώπησε και αυτή που στοίχειωσε την Ελλάδα.     

* τα γραφόμενα δε βαρύνουν μόνο τους άλλους αλλά και τον υπογράφοντα