Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Η αλήθεια καί η ανελέητη νιτσεϊκή αγάπη

του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

   Η αλήθεια είναι «δυσθήρατο» «θήραμα». Πρέπει νά είναι κανείς πολύ καλός καί έμπειρος κυνηγός γιά νά τήν συλλάβη. Αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος ή νά τήν σκοτώση ή νά συλλάβη κάποιο άψυχο ομοίωμά της, ένα είδωλό της, τό οποίο δέν διαθέτει καμμιά δύναμη ζωής καί απελευθέρωσης. Ο Χριστός μάς είπε: «γνώσεσθε τήν αλήθειαν, καί η αλήθεια ελευθερώσει υμάς». Επίσης γιά τόν εαυτό Του είπε: «εγώ ειμι… η αλήθεια». Οπότε γιά τούς πιστούς η αλήθεια πού ζωοποιεί καί ελευθερώνει ταυτίζεται μέ τόν Χριστό, είναι ο Χριστός. Γιά τόν πολύ κόσμο όμως, τί είναι η αλήθεια;
Διαχρονικά οι άνθρωποι είτε κατέχουν κάποια εξουσία είτε όχι πέφτουν πολλές φορές στόν πειρασμό νά χρησιμοποιούν ιδιοτελώς τήν «αλήθεια» ή ακόμη νά τήν διαμορφώνουν ανάλογα μέ τίς επιθυμίες τους καί τίς επιδιώξεις τους, καί όταν αφήνονται σέ κάποιους φιλοσοφικούς στοχασμούς ρωτάνε, όπως ο Πιλάτος τόν Χριστό: «Τί εστιν αλήθεια;». Οι πιό πολλοί δέν μπορούν νά εννοήσουν (ή νά ανεχθούν) ότι η αλήθεια είναι ο Θεός, ο οποίος μάλιστα ενηνθρώπησε καί μέ τόν οποίο μπορεί κανείς νά έρχεται σέ διάλογο, κατά τόν λόγο τού προφήτη Ησαΐα «δεύτε διαλεχθώμεν, λέγει Κύριος», σέ διάλογο προσευχητικό πού κρίνει καί ξεδιαλύνει τά νοήματα τού «έσω ανθρώπου», καθαρίζει τίς διαθέσεις τής καρδιάς καί φωτίζει τόν νού.
Ο κόσμος μας, όπως κυρίως τόν περιγράφουν τά Μ.Μ.Ε καί όπως τόν αντιλαμβανόμαστε στήν καθημερινή τριβή μας μέ τούς συνανθρώπους μας καί μέ τίς λειτουργίες ή δυσλειτουργίες τών διαφόρων θεσμών τής κοινωνίας μας, δείχνει ότι συχνότερα κινείται μέ «καύσιμο υλικό» τό ψέμα καί όχι τήν αλήθεια? τό ψέμα καί μέ τήν μορφή τού αναληθούς ή παραπλανητικού λόγου καί μέ τήν μορφή τού λανθασμένου (ψευδούς) τρόπου ζωής? ενός τρόπου χωρίς αλήθεια, χωρίς διάκριση καλού καί κακού, χωρίς τιθάσευση όλων τών ψυχικών καί σωματικών δυνάμεων στήν «ενάρετη πορεία» πρός τήν ενυπόστατη αλήθεια, τό ενυπόστατο αγαθό.
Δέν είναι υπερβολή νά πούμε ότι οι σημαντικότερες πολιτικές καί οικονομικές δομές τού κόσμου μας θεμελιώνονται πάνω σέ αρχές πού καθορίστηκαν από τίς απάνθρωπες καί αντιχριστιανικές απόψεις τού Νίτσε καί όχι από τόν πόνο άλλων φιλοσόφων, κοινωνικών μεταρρυθμιστών ή σωφρόνων ηγετών, καί προπαντός όχι από τήν διδασκαλία καί τήν ζωή τού Χριστιανισμού.
Παντού κερδίζει τίς μάχες καί πλεονεκτεί «η θέληση γιά δύναμη». Τό Κράτος μέ μέριμνα γιά τόν πολίτη, μέ μέριμνα γιά τούς αδύναμους σωματικά, διανοητικά ή απλώς καί μόνον οικονομικά, εξασθενεί. Καί νά θέλη νά μεριμνήση γι’ αυτούς, εμποδίζεται από τούς ισχυρούς δανειστές του, τούς «δημιουργούς» τού νέου κόσμου, οι οποίοι τό εξωθούν στό νά αποβάλη τίς «αντιαναπτυξιακές» ευαισθησίες του. Ιδιαίτερα η αγάπη (μέ ηθικό, εννοείται, καί όχι θεολογικό περιεχόμενο, ανέφικτο άλλωστε γιά τούς έξω από τήν ζωή τής Εκκλησίας) αντιμετωπίζεται ως μιά αντιπαραγωγική έννοια, πού δέν βοηθά στήν ανέλιξη τής οικονομικής ισχύος, οπότε δέν επιτρέπεται στό περιεχόμενό της νά εμποτίζη νόμους καί αποφάσεις πού ρυθμίζουν τήν ζωή τού σύγχρονου κόσμου. Έτσι, η αλληλεγγύη αφήνεται στίς ενοριακές κοινότητες τών Χριστιανών καί στίς ιδιωτικές πρωτοβουλίες κάποιων ακόμη «περιθωριακών» ή κάποιων «ονειροπόλων ισχυρών» πού κατορθώνουν νά κρατούν αλώβητη τήν ανθρωπιά τους μέσα στήν ψυχρότητα τής νοοτροπίας πού καθορίζει τήν δομή καί τήν λειτουργία τής σύγχρονης οικονομίας.
Σέ ισχυρά κράτη, σέ κατόχους τού χρήματος, αλλά καί σέ θρησκείες ξένες πρός τήν Ορθόδοξη Χριστιανική αποκάλυψη, υπάρχει δίψα γιά δύναμη, γιά κυριαρχία καί επιβολή στούς άλλους. Μέσα σ’ αυτήν τήν δίψα βρίσκεται η αιτία τών περισσοτέρων αδικιών καί τών μεγαλυτέρων εγκλημάτων πού γίνονται στόν σύγχρονο κόσμο. Σ’ αυτήν ριζώνει κάθε μορφής τρομοκρατία. Μέσα σ’ αυτήν τήν δίψα δέν μπορεί νά επιβιώση η διάκριση καλού καί κακού, δέν μπορεί νά γίνη συζήτηση γιά τήν αλήθεια, καί οι χριστιανικές αρετές, ιδιαίτερα η ευσπλαχνία, θεωρούνται «διαφθορά» τής ανθρώπινης θέλησης.
Ένας παλιός Γερμανός πολιτικός είπε γιά τήν ευρωπαϊκή πολιτική τών Χριστιανοδημοκρατών τής Γερμανίας ότι ούτε ευρωπαϊκή είναι ούτε χριστιανική. Πιθανώς νά έβλεπε, ως Γερμανός, καθαρότερα από άλλους ετεροεθνείς αναλυτές τής σύγχρονης γερμανικής πολιτικής, ότι στίς μεθόδους καί τίς στοχεύσεις της επιβιώνουν μέ μανδύα χριστιανοδημοκρατικό χαρακτηριστικές αντιχριστιανικές απόψεις τού Νίτσε. Οι υπερβολές τού Νίτσε, ανάμεικτες μέ πολλές διεισδυτικές παρατηρήσεις του γιά τήν τραγικότητα τής ανθρώπινης εμπάθειας, φαίνεται ότι ελκύουν τήν προσοχή καί τήν συμπάθεια πολλών «συνετών κατά σάρκα», όχι μόνο στήν Γερμανία, κυρίως όμως στούς «υπερβόρειους λαούς», γιά τούς οποίους ο Νίτσε φιλοσοφούσε τόν αντιχριστιανισμό του.
Είναι χρήσιμο νά θυμηθούμε κάποιες απόψεις του τίς οποίες αισθανόμαστε, οι μή «υπερβόρειοι» Έλληνες, ως τό θεωρητικό υπόβαθρο πολιτικών πού μάς επιβάλλονται έξωθεν, οι οποίες μάς πιέζουν καί εξαχρειώνουν τόν ελεύθερο χαρακτήρα μας.
Γιά τόν Νίτσε δέν υπάρχει καλό ή κακό μέ τήν κοινή ηθική έννοια. Υπάρχει μόνο «δίψα γιά δύναμη», η οποία πρέπει διαρκώς νά ικανοποιείται μέ τήν ενεργοποίηση όλων τών πρωτόγονων ενστίκτων μας. Στό βιβλίο του: Ο Αντίχριστος, γράφει:
«Τί είναι καλό; Ό,τι ανυψώνει στόν άνθρωπο τό αίσθημα τής δύναμης, τή θέληση γιά απόκτηση δύναμης, τήν ίδια τή δύναμη.
Τί είναι κακό; Ό,τι γεννιέται από τήν αδυναμία.
Τί είναι ευτυχία; Τό αίσθημα ότι η δύναμη μεγαλώνει —ότι μιά αντίσταση εξουδετερώνεται».
Καί παρακάτω συμπληρώνει:
«Τί είναι τό πιό θλιβερό από οποιοδήποτε ελάττωμα; Η ενεργός συμπόνοια όλων τών αποτυχημένων καί τών αδύναμων: ο Χριστιανισμός».
Ο Νίτσε δέν ανέχεται τήν χριστιανική ευσπλαχνία. Γράφει:
«Ο Χριστιανισμός ονομάζεται θρησκεία τής ευσπλαχνίας. Η ευσπλαχνία έρχεται σέ αντίθεση πρός τά τονωτικά συναισθήματα πού αυξάνουν τή ζωτικότητά μας? προκαλεί κατάπτωση. Χάνουμε δύναμη όταν νιώθουμε ευσπλαχνία. Μέ τήν ευσπλαχνία αυξάνεται καί πολλαπλασιάζεται η απώλεια δύναμης πού δημιουργείται στή ζωή απ’ τόν πόνο. Η ευσπλαχνία κάνει μεταδοτικό τόν πόνο».
Καταλαβαίνει ότι «η ευσπλαχνία κάνει μεταδοτικό τόν πόνο», καί μέ δικά μας λόγια, ότι η αληθινή αγάπη έχει πόνο. Βλέπει όμως τόν πόνο χωρίς ελπίδα καί χωρίς «ζωτική δύναμη», γιατί τόν έχει αποξενώσει από τήν ανακαινιστική δύναμη τού σταυρού. Ο Νίτσε δέν πιστεύει στόν σταυρό. Δέν πιστεύει ούτε στόν Θεό ούτε στόν άνθρωπο. Οιστρηλατείται μόνον από τόν επινοημένο από τόν ίδιο υπεράνθρωπο.
Ο Νίτσε ήθελε νά υποβάλη σέ επαναξιολόγηση όλες τίς «αλτρουιστικές καί εξισωτικές αξίες, όπως ο οίκτος, η αυτοθυσία καί τά ίσα δικαιώματα. Γιά τόν Νίτσε, η νεοτερική πολιτική στηρίζεται σέ μεγάλο βαθμό σέ μιά κοσμική κληρονομιά τών χριστιανικών αξιών (ερμηνεύει τή σοσιαλιστική διδασκαλία τής ισότητας, παραδείγματος χάριν, μέ όρους μιάς εκκοσμίκευσης τής χριστιανικής πίστης στήν ισότητα όλων τών ψυχών ενώπιον τού Θεού)»(Keith Ansell-Pearson, από τήν Εισαγωγή στό βιβλίο τού Νίτσε: Γενεαλογία τής ηθικής).
Η Νίτσε απορρίπτει τόν «διεφθαρμένο» από τήν εκκοσμικευμένη χριστιανική συμπόνοια σοσιαλισμό. Ανησυχεί, μάλιστα, γιατί διαπιστώνει σέ φιλοσόφους, αλλά ακόμη καί σέ λογοτέχνες καί καλλιτέχνες (τούς οποίους φαίνεται ότι συμπαθούσε πιό πολύ απ’ τούς φιλοσόφους) «επικίνδυνη συσσώρευση ευσπλαχνίας». Αυτήν τήν κατ’ αυτόν «αρρώστια» θέλει νά τήν θεραπεύση, γι’ αυτό γράφει: «Μέσα στήν ανθυγιεινή σύγχρονη κατάσταση, τίποτε δέν είναι πιό ανθυγιεινό απ’ τήν ευσπλαχνία. Νά γίνουμε γιατροί σ’ αυτή τήν περίπτωση, νά γίνουμε ανελέητοι, νά βάλουμε τό νυστέρι —αυτό είναι τό καθήκον μας, αυτός είναι ο τρόπος μέ τόν οποίο αγαπάμε εμείς τόν άνθρωπο, γι’ αυτό είμαστε φιλόσοφοι, εμείς οι Υπερβόρειοι!».
Στίς μέρες μας οι «Υπερβόρειοι» μάς δείχνουν (σέ όλους τούς λαούς τού Νότου) τήν ανελέητη νιτσεϊκή τους αγάπη. Μάς αγαπούν μέ τόν τρόπο τους. Μόνον πού ο τρόπος τους περιγράφεται μέ μεγάλη ακρίβεια στό βιβλίο τού Νίτσε: Ο Αντίχριστος. Είναι μιά αγάπη πού θά ταιριάζη πιθανώς στό πνεύμα τού Αντιχρίστου. «Αγάπη» ανελέητη, στόν αντίποδα τής χριστιανικής ευσπλαχνίας.
Μέ αυτού τού είδους τήν αγάπη δέν έχει καμμιά σχέση η αλήθεια, η οποία γιά τούς Χριστιανούς (Υπερβόρειους καί Νότιους) είναι ο Χριστός. Αυτό τό γνώριζε καλά καί ο Νίτσε, γι’ αυτό έγραφε: «Όσο ο ιερέας θά θεωρείται ένα ανώτερο είδος ανθρώπου… δέν υπάρχει απάντηση στό ερώτημα: τί είναι αλήθεια; Η αλήθεια ήδη στηρίζεται στό κεφάλι της, δηλαδή αντιστρέφεται…». Θεωρούσε τήν Χριστιανική θεολογία καί τήν εκκλησιαστική πράξη ως αντιστροφή τής αλήθειας.
Τό σύστημα τού Νίτσε ήταν άσχετο μέ τήν ευαγγελική αγάπη, γι’ αυτό δέν μπορούσε νά ανεχθή τήν ευαγγελική αλήθεια, τόν Χριστό καί τόν λόγο Του. Παρά τόν αντιχριστιανισμό του, όμως, η σύγχρονη χριστιανοδημοκρατική Ευρώπη φαίνεται ότι πολιτεύεται κατά τό σύστημά του. Τό θέμα είναι εμείς, ως λαός καί ως Κράτος, παρά τά βάσανά μας, «αληθεύοντες» νά μήν τούς μοιάσουμε στό ανελέητο τής «αγάπης» τους.
(Άρθρο στην εφημερίδα της Ι.Μ. Ναυπάκτου & Αγ.Βλασίου "Εκκλησιαστική Παρέμβαση", τεύχος Σεπτεμβρίου)