του π. Θωμά Βαμβίνη
Πολυτάλαντος καί πολυδιαβασμένος, είχε σπουδάσει Ψυχοκοινωνιολογία
καί Δημοσιογραφία στό Πανεπιστήμιο τού Μπορντό, στή Γαλλία. Νεαρός μαθητής ήταν
από τούς εξεγερμένους τόν Μάη τού 68 στό Παρίσι. Εργάσθηκε ως δημοσιογράφος στό
γαλλικό ραδιόφωνο καί ως ανταποκριτής γαλλικών Μ.Μ.Ε. στήν Αθήνα. Στό σπίτι του
στήθηκε ο πρώτος ιδιωτικός ραδιοφωνικός σταθμός στήν Ελλάδα, ο Αθήνα 9.84. Ο
λόγος γιά έναν από τούς δημοσιογράφους, μαγείρους καί εδεσματολόγους πού
«σκάρωσαν» τό περιοδικό «Γαστρονόμος» τής Καθημερινής, ο οποίος στίς 12
Νοεμβρίου 2011 έφυγε από τόν κόσμο αυτόν. Τό όνομά του: Αλέξανδρος Γιώτης.
Τούς Χριστουγεννιάτικους Επίκαιρους Σχολιασμούς δέν πρόκειται νά
τούς μετατρέψουμε σέ νεκρολογία. Θά επισημάνουμε μόνο, μέ αφορμή τόν Αλέξανδρο
Γιώτη, κάτι πού έχει σχέση μέ τήν μυστικότητα τής ζωής πού εμπνέει ο Χριστός, ο
Οποίος πέρασε μέσα στήν ανθρώπινη ιστορία απαρατήρητος. Στό σπήλαιο πού
γεννήθηκε έγινε γνωστός μόνο σέ λίγους ποιμένες, αγνοούμενος από τό πλήθος τού
λαού τών Ιουδαίων καί από τούς άρχοντές του.
Τό ίδιο συμβαίνει μέ τήν μυστική ιστορία κάθε ανθρώπου, αυτήν πού
διαδραματίζεται στό πεδίο τής καρδιάς του. Είναι γνωστή πλήρως μόνο στόν Θεό,
ενώ είναι άγνωστη στίς περισσότερες πτυχές της ακόμη καί στούς κοντινότερους
ανθρώπους, στούς φίλους, συνεργάτες καί γνωστούς.
Γιά τού λόγου τό αληθές θά σημειώσω χαρακτηριστικές αναφορές στόν
Αλ. Γιώτη από τόν «Γαστρονόμο» τού Δεκεμβρίου. Τόν περιγράφουν οι φίλοι καί
συνεργάτες του, όπως τόν έζησαν, χωρίς όμως καμμιά αναφορά στήν εκκλησιαστική
του διάσταση.
Ο Σωκράτης Ν. Τσιχλιάς γράφει: «Κοσμοπολίτης καί γι’ αυτό βαθιά
Ελληνικός... Μέ διπλή υπηκοότητα –μάνα Γαλλίδα, πατέρας Έλληνας–, [καί]
ευρωπαϊκή κουλτούρα, πού τού έδωσε τό διαβατήριο νά ταξιδέψη στήν πιό βαθιά
Ελλάδα...
...Μόνο αυτός μπορούσε νά φανταστή τά ντολμαδάκια σάν τό ελληνικό
σούσι, νά κηρύξη τόν ανένδοτο τού ελληνικού ελαιολάδου όταν όλοι αναπαύονταν
στίς γαλλικές ευκολίες μέ τίς κρέμες καί τά βούτυρα... Μόνον ο Αλέξανδρος,
αιώνιος προβοκάτορας, αναρχικός τών συμβάσεων, θά μπορούσε νά προτείνη ως όνομα
τού περιοδικού πού σκαρώναμε πρίν από 5 χρόνια τό “Γαστρονόμος” ξινό καί
αρχαιοπρεπές...».
Η Βιβή Κωνσταντινίδου γράφει: «Οι βαθιές γνώσεις καί η καλλιέργειά
του τού επέτρεπαν νά τά βάζη μέ όλους τούς αδαείς καί καιροσκόπους τού χώρου τής
γαστρονομίας, καί νά τούς εκμηδενίζη μέ τά επιχειρήματά του. Μέ τή λεπτή
ειρωνεία του σχολίαζε άλλοτε μέ αγανάκτηση καί άλλοτε μέ απογοήτευση τά κακώς
κείμενα τού χώρου».
Η Μπήλιω Τσουκαλά, πού μαζί του έκανε μιά ραδιοφωνική εκπομπή στόν
Αθήνα 9.84, μέ μεγάλη ακροαματικότητα, γράφει: «Εξαιρετικός επαγγελματίας, ήξερε
τί σημαίνει η δύναμη τών μέσων επικοινωνίας, όπως τό ραδιόφωνο. Καί μετά, όταν
άρχισε νά ασχολείται μέ τό άλλο μεγάλο πάθος του, τή μαγειρική, απέδειξε ότι
ήξερε νά ερευνά καί νά αναδεικνύει τόν παγκόσμιο γαστρονομικό πολιτισμό όσο
λίγοι απόδειξη είναι τά άρθρα καί τά βιβλία του...». Στήν συνέχεια τού άρθρου
της μόνη η κ. Τσουκαλά αφήνει νά φανή –συνεσκιασμένα– κάτι γιά τίς «πεποιθήσεις»
του, όταν γράφη: «Ο Αλέξανδρος ήταν ένας πρωτοπόρος ένας οραματιστής τού καιρού
του, γι’ αυτό καί αρκετά μοναχικός, προσηλωμένος στά πιστεύω του, έντονος έως
άκαμπτος στίς πεποιθήσεις του...». Βέβαια, κανείς μπορεί νά θεωρήση ότι οι περί
ών ο λόγος πεποιθήσεις αναφέρονται στήν γαστρονομία καί όχι στήν Εκκλησία.
Ο Αλέξανδρος όμως μετά από μιά έντονη πορεία αμφισβήτησης
επέστρεψε στήν πίστη τών ορθοδόξων πατέρων του, οπότε οι πεποιθήσεις του είχαν
πάρει άρωμα ελληνικότητας καί Ορθοδοξίας. Γιά όσους δέν τόν ήξεραν προσωπικά
αυτό τό πληροφορούνται από κείμενά του, όπως είναι η εισαγωγή στό βιβλίο του
Νόστιμον νηστήσιμον, τήν οποία τιτλοφόρησε: Νηστεία, η αρχαιότερη μεσογειακή
δίαιτα. Εκεί γράφει: «Τό νηστήσιμο φαγητό, η διατροφή τών περιόδων νηστείας τής
ορθοδοξίας μας, παρουσιάζει μαγειρικά καί γαστροτεχνικά πολλαπλό ενδιαφέρον,
τόσο χάρη στήν ιστορία πού κουβαλά καί στά μαθήματα αγάπης πρός τή φύση πού
δίδει όσο καί γιά έναν άλλο, σοβαρότατο γιά τούς μαγείρους, λόγο: τήν
εποχικότητα, τήν πειθαρχία καί τή μέθοδο».
Συνδέει μάλιστα τήν επιστημονική ενασχόλησή του μέ τήν μαγειρική
μέ τήν παράδοση πού προσέλαβε από τήν οικογένειά του: «Θυμάμαι», γράφει, «μέ
νοσταλγία τίς μυρωδιές τής πρωτοχρονιάτικης βασιλόπιττας καί τών
χριστουγεννιάτικων κουραμπιέδων πού έκανε η Πολίτισσα γιαγιά μου, μέ τήν οποία
πρωτοζύμωσα. Θυμάμαι όμως καί τήν Καθαρά Δευτέρα, τή χαρά μας ως πιτσιρικάδες
γιά τόν ερχομό της. Έχω ακόμη τήν ανάμνηση τών ατόφιων, γνήσιων γεύσεων τής
Σαρακοστής: τό σκληρό χαλβά τού μπακάλη –δυσεύρετο πιά–, τούς βολβούς καί τά
σπιτικά τουρσιά, τόν ταραμά, τά θαλασσινά, τά σκαλτσούνια πού ετοίμαζε η
ελληνοποιημένη Κέλτισσα μάνα μου, τήν ώρα πού ο πατέρας κατασκεύαζε τόν αετό. Μέ
σημάδεψε η απλότητα καί η ευρηματικότητα πού επέτρεπε νηστεία καί ισορροπημένη
διατροφή νά συμβιώνουν στό πιάτο. Νοσταλγία, νόστος, νόστιμον...». Στήν συνέχεια
διαπιστώνει τήν δύναμη αυτής τής παράδοσης: «Καθ’ όλη τή μετέπειτα “λογική” μου
μετεφηβική “επανάσταση-αμφισβήτηση” έμεινα πιστός στίς αδογμάτιστες,
σαρακοστιανές επιταγές τής γιαγιάς, ακόμη καί στό εξωτερικό! Νόστος;».
Όταν αργότερα επανεντάσσεται στήν Εκκλησία δέν χάνει τήν
αναρχικότητα στήν γαστρονομική του έρευνα, ακόμη καί όταν ασχολείται μέ τήν
μαγειρική παράδοση τής νηστείας. Σημειώνει: «Όταν αργότερα ξαναβρήκα τό δρόμο
τής πίστης, αναρωτήθηκα συχνά τί είναι πραγματικά νηστήσιμο αλλά καί τί
νηστεία». Συνδέοντας μάλιστα τήν νηστεία μέ τήν εποχικότητα καί τήν φυσικότητα
αναρωτιέται «άν η χειμερινή, παρά φύσιν, τεχνητή, φρέσκια τομάτα είναι νηστήσιμη
ή αρτύσιμη». Θεμέλιο αυτού τού ερωτήματός του είναι τό ακόλουθο γενικότερο
ερώτημα: «Μπορεί η παραβίαση τής φύσης νά συμβαδίζη μέ τούς κανόνες τής
νηστείας;».
Η σχέση του, βέβαια, μέ τήν Εκκλησία δέν περιορίστηκε στήν
νηστήσιμη μαγειρική, άλλωστε ούτε από αυτήν ξεκίνησε. Είχε άλλη αφετηρία, άλλο
υπόβαθρο. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά σέ μιά επιστολή του, στήν οποία μέ ρεαλισμό
καί ψυχραιμία περιγράφει τά δυσάρεστα νέα γιά τήν υγεία του. Γράφει: «Από τό
τελευταίο μου πέρασμα στήν Ναύπακτο καί τήν συνάντησή μας, πολύ νερό κύλησε στό
ποτάμι. Σχεδόν αμέσως εισήχθην στό νοσοκομείο μέ γάγγραινα. Μέ ακρωτηρίασαν δύο
φορές, διότι ο πρώτος ακρωτηριασμός δέν καθάρισε τήν κατάσταση. Πέρασα δύο μήνες
καί μισό στό νοσοκομείο. Εν τώ μεταξύ ο διαβήτης χτύπησε καί τά δύο μάτια, βλέπω
ελάχιστα από τό δεξί καί λίγο από τό αριστερό. Δέν μπορώ νά διαβάσω ούτε κάν νά
δώ τηλεόραση. Μέ δυσκολία σού γράφω εξ ού τά ορνιθοσκαλίσματα. Στίς δοκιμασίες
ενός χρόνου τώρα δύναμη μού έδωσε η πίστη, μιά πού χτυπήθηκε ακόμη καί τό δεξί
μου χέρι, δηλαδή όλα τά “εργαλεία” γιά τήν δουλειά μου».
Τό σημαντικό είναι ότι αμέσως κατόπιν φεύγει από τό πρόβλημά του
καί γράφει γιά δύο θέματα πού συζητήθηκαν κατά τό τελευταίο πέρασμά του από τήν
Ναύπακτο. Είναι θέματα (από τήν φύση τους απόρρητα), πού αφορούν τήν μυστική
προσωπική σχέση μέ τήν ζωή τής Εκκλησίας. Από τήν απάντηση σ’ αυτό τό πολύ
ιδιαίτερο γράμμα του παραθέτουμε λίγες γραμμές πού δείχνουν τήν αίσθηση πού
δημιούργησε:
«Σ’ ευχαριστώ γιά τό γράμμα σου, αλλά πιό πολύ γιά τήν πίστη καί
τήν λεβεντιά πού βγαίνουν μέσα από αυτό. Γιά νά μιλήσω λίγο ιεροκηρυκτικά
–λέγοντας όμως απτές αλήθειες καί όχι βερμπαλιστικές υπερβολές– η λεβεντιά σου
είναι τό άρωμα τής πίστης σου. Καί η πίστη όπως είναι γνωστό στίς δύσκολες
περιστάσεις φαίνεται.
Δέν σού κρύβω ότι αισθάνθηκα δύσκολα, σχεδόν αμήχανα, διαβάζοντας
τό γράμμα σου. Η γάγγραινα πού προκάλεσε τούς δύο ακρωτηριασμούς καί ο διαβήτης
πού χτύπησε τά δυό σου μάτια, αλλά καί η ασθένεια τού δεξιού σου χεριού, δέν
είναι ειδήσεις πού μπορεί κανείς νά τίς διαβάσει χωρίς νά πληγωθεί.
Όμως πρέπει νά σού πώ ότι η πληγή πού δημιουργείται από τά ιατρικά
νέα σου δέν μένει αγλύκαντη μέσα στό γράμμα σου.
Τό γράμμα σου τό αισθάνομαι σάν ένα πιάτο μέ κατάπικρα χόρτα, τά
οποία όμως μαγειρευμένα από τήν ψυχική σου δύναμη καί τήν πίστη σου στόν Θεό
έχουν πάρει μιά πολύ δυνατή γεύση, πού αφυπνίζει τίς πνευματικές αισθήσεις».
Αυτά σημειώθηκαν γιά νά συμπληρωθή μέ τήν εκκλησιαστική του
διάσταση, τήν απαρατήρητη από τούς πολλούς, ο «αιώνιος» κατά τόν «Γραστρονόμο»
«προβοκάτορας», ο «αναρχικός τών συμβάσεων» Αλέξανδρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου